ΟΥΛΑΛΟΥΜ
. . .
Ήταν
σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε
που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι
έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι
από τα δάσα.
Θάρθει,
αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού
σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και
θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και
νειό φεγγάρι . . .
Και
να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ
την κάμαρά μας αγριομέντα,
και
να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή
κουβέντα:
.
. . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που
μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός
και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς
τη Σελήνη . . .
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε
και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα
να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα
σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι
εσύ με μένα.
Τόσο
πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που
άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα
γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι
εσύ κοντά μου . . .
του μπαρμπα-Γιάννη (Γιάννη Σκαρίμπα, 1893-1984)
Το αγαπημένο μου, όποτε το διαβάζω ή το ακούω σκέφτομαι τη μαμάκα σας.